- σκαλούνι
- τοσκαλοπάτι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαλούνι — το, Ν 1. σκαλοπάτι, σκαλί 2. συν. στον πληθ. τα σκαλούνια βαθμίδες ανηφορικής οδού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scalone «μεγάλη σκάλα»] … Dictionary of Greek